Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

καπνιαῖος λίθος

См. также в других словарях:

  • καπνιαίος — καπνιαῑος, ον (Α) 1. αυτός που έχει χρώμα καπνού 2. φρ. «καπνιαῑος λίθος» είδος πολύτιμου λίθου, ιάσπιδος. [ΕΤΥΜΟΛ. < καπνός + επίθημα ιαίος (πρβλ. μην ιαίος, ωρ ιαίος)] …   Dictionary of Greek

  • καπνίτης — ὁ (Α καπνίτης) νεοελλ. ονομασία φυτού, καπνόχορτο ή φουμαρία αρχ. φρ. «καπνίτης λίθος» καπνιαίος* λίθος. [ΕΤΥΜΟΛ. < καπνός + κατάλ. ίτης, (πρβλ. πισσ ίτης, πυρ ίτης)] …   Dictionary of Greek

  • κάπνη — η (Α κάπνη) [καπνός] νεοελλ. η καπνιά, η αιθάλη αρχ. 1. η καπνοδόχος 2. ο καπνιαίος* λίθος …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»